η (Α ἄντλησις)νεοελλ.1. η λήψη υγρού με αντλία2. η λήψη, το να παίρνει κανείς κάτι («άντληση νέων πόρων»)αρχ.1. λήψη νερού2. εκκένωση, άδειασμα.