απεικόνιση

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ ἀπεικόνισις)
1. η πράξη του απεικονίζω, αναπαράσταση
2. ακριβής περιγραφή
3. (στα Μαθηματικά) διαδικασία που σε κάθε στοιχείο ενός συνόλου αντιστοιχίζει ένα και μόνον ένα στοιχείο ενός άλλου συνόλου.