απόκειμαι
Greek Monolingual
(AM ἀπόκειμαι, νεοελλ. συνήθως απρόσωπο: απόκειται) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος
2. «απόκειται σ' εμένα» — είναι χρέος μου, οφείλω να
3. «απόκειται σε κάποιον» — είναι στο χέρι του, εξαρτάται από την κρίση του
μσν.
είμαι ακάλυπτος, απροστάτευτος
αρχ.
είμαι παραμελημένος.