απολαβή

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. κέρδος, πρόσοδος
2. η ενίσχυση
3. στον πληθ. οι απολαβές
εισόδημα, μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Περβάνογλου].