απομεσήμερο

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
Ι. το μετά το μεσημέρι τμήμα της ημέρας, νωρίς το απόγευμα
II. επίρρ. απομεσήμερα
μετά το μεσημέρι, το απόγευμα.