ἀπόσχασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opening of a vein, Hp.Epid.7.66 (but possibly scarification). II letting go, in an engine, Ph.Bel.74.51.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Aderlaß, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσχᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἄνοιμγα φλεβός, φλεβοτομία, Ἱππ. 1228D. ΙΙ. ἡ ἐλευθέρα κίνησις μιχανῆς, Φίλων Βελοπ. 74.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 corte, incisión βραχίονος para hacer una sangría, Hp.Epid.5.68, 7.66, cf. Orib.Syn.8.3.22.
2 puesta en movimiento de una máquina, Ph.Bel.74.51.
Greek Monolingual
ἀπόσχασις, η (Α) αποσχάζω
άνοιγμα φλέβας, φλεβοτομία.