ατμόλουτρο

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. γενικό ή τοπικό λουτρό με υδρατμούς ή ατμούς μεταλλικών υδάτων για θεραπευτικούς σκοπούς (αρθροπάθειες, ρευματαλγίες, νευραλγίες)
2. συσκευή έμμεσης ήπιας θέρμανσης διαφόρων ευαίσθητων ουσιών.