γήθυον

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

τό,

   A = γήτειον, Ar.Fr.5, Phryn.Com.12, Thphr.7.1.2, etc.

German (Pape)

[Seite 489] τό, Porreezwiebel, Lauch, com. Ath. a. a. O.; s. γήτειον.

Greek (Liddell-Scott)

γήθυον: τό, εἶδος πράσου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 122, Φρύν. Κωμ. Κρον. 3 · ἴδε Schneid. Θεόφρ. 3. 574 · πρβλ. γήτειον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de poireau, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν Ar.Fr.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.HP 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. γήτειον.

Greek Monolingual

γήθυον και γῆθυ και γήτειον, το (Α)
είδος πράσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς.