γενναῖος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Hec.592: (γέννα):—

   A true to one's birth or descent (εὐγενὲς μέν ἐστι τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, γενναῖον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA488b19, cf. Rh.1390b22), οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253 (nowhere else in Hom.); γενναῖον δέ σοι ταχέως ὑπακούειν Ar.Fr.28 D.: hence,    I of persons, high-born, noble, Archil.107, etc.; τέκνα Hdt.1.173; ὦ γονῇ γενναῖε S.OT1469; ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας Id.Fr.107.3; γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους ἔχων ἀποφῆναι Pl.Tht.174e; οἱ γ., opp. οἱ ἀγεννεῖς, Arist.Pol. 1296b22; so of animals, well-bred, σκύλαξ Pl.R. 375a, X.Cyr.1.4.15; opp. ἀγεννής, Arist.HA558b16.    2 noble in mind, high-minded, Hdt.3.140 (Sup.), S.El.129 (lyr.), etc.; τὸ γ., = γενναιότης, Id.OC 569; of actions, noble, Hdt.1.37; λῆμα γ. Pi.P.8.44; τλάσας τὸ γ. S. OC1640, cf. E.Alc.624; γ. ἔπος, λόγοι, πόνοι, S.Ph.1402, E.Heracl. 537, HF357 (lyr.).    3 as a form of polite speech, γενναῖος εἶ you are very good, Ar.Th.220.    b ὦ γενναῖε, common form of address in Pl., as Grg.494e, cf. S.Ph.801; ironical, D.H.7.46.    II of things, good of their kind, excellent, μέλος A.Fr.281.5; σταφυλή, σῦκα, Pl. Lg.844e; γενναίου . . ἄξιον οὐθενός of no great use, Ath.Mech.31.2; ironical, γένει γ. σοφιστική Pl.Sph.231b (cf. 1.1), etc.; genuine, intense, δύη S.Aj.938, etc.; violent, σεισμός Philostr. VA6.38; θάλπη Jul. Or. 2.101d.    b γενναῖον· τὸ τῆς γενέσεως ἀρχηγόν, Hsch.    III Adv. -αίως nobly, Hdt.7.139, Th.2.41, Pl.La. 196b, Men.672; ὅρκος, πῆγμα γ. παγέν A.Ag.1198; ironical, μάλα γ. ἐπιλαθόμενον ὧν εὖ πάθοι Jul. Or.3.125c: Comp. -οτέρως Pl.Tht.166c, Ps.-Callisth. 1.38: Sup. -ότατα E.Cyc.657 (lyr.).    2 irreg. Sup. γενναιέστατος Dinol. 10.

German (Pape)

[Seite 483] (γέννα), auch 2 End., Eur. Hec. 592, angeboren, im Geschlecht liegend; Hom. einmal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι οὐδὲ καταπτώσσειν, es ist nicht die Art meines Geschlechtes; Scholl. Aristonic. γενναῖον: σημειοῦνταί τινες ὅτι οὕτως εἴρηται ἐγγενές, πάτριον, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 54, 17. – Gew. von edler Abkunft, ade lig, ἀνήρ, γυνή, τέκνα, Aesch. Eum. 595 Ag. 600. 1278; γονῇ γενναῖος Soph. O. R. 1469, u. sonst; vgl. Thuc. 2, 97; γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους ἔχων πλουσίους Plat. Theaet. 174 e, u. öfter mit πλούσιος vrbdn; ἵππος, von edler Race, Hdn. 2, 9, 6; σκύλαξ, κύων, Plat. Rep. II, 375 a; Xen. Cyr. 1, 4, 15; ἀλεκτρυών, ein Kampfhahn, Men. Stob. fl. 106, 8 (v. 12). Nach Arist. rhet. 2, 15 von εὐγενές unterschieden, κατὰ τὸ μὴ ἐξίστασθαι ἐκ τῆς φύσεως. Uebertr. auf Gesinnung u. Handlungsweise, edel, wacker, trefflich, λῆμα Pind. P. 8, 46; τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ' αἰσχρὸν ἐχθρόν Soph. Phil. 473; ἔπος 1388; oft Prosa, Thuc. 1, 136; καὶ τὸ ἀγαθόν Plat. Gorg. 512 d; καὶ καλὸν πρᾶγμα 485 d; καὶ ἁπλοῦς ἀνήρ Plat. Rep. II, 361 b; Folgde; häufig in Anreden, ὦ γενναῖε, o Wackerer! γενναῖος εἶ, du bist sehr gütig, höflich ablehnend, Ar. Th. 220, oft ironisch. Auch von Dingen, was in seiner Art tüchtig ist, trefflich, edel, σταφυλή Plat. Legg. VIII, 844 e; so σῦκα, ἰχθύς, τεῖχος, stark, Hdn. 3, 1, 14; πώγων, lang, Plut. Lys. 1; στόμα, groß, Ael. H. A. 16, 4; χώρα, fruchtbar, Pol. 4, 45; übh. stark, heftig, δύη Soph. Ai. 918; πολλὰ καὶ ἄλλα γενναῖα ἐποίησεν ὁ ἄνεμος Xen. Hell. 5, 4, 17, er gab Zeichen seiner Stärke, richtete Schaden an. – Adv. γενναίως, in allen diesen Bdign; γενναιότατα καὶ κάλλιστα Her. 1, 37; τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν Men. monost. 13; γενναιότατα ὠθεῖτε, tüchtig, kräftig, Eur. Cycl. 652; γενναιοτέρως Plat. Theaet. 166 c; γενναιέστατον Dinoloch. bei Eust. Od. 1441, 18.

Greek (Liddell-Scott)

γενναῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἑκ. 592 (γέννα)·― ἁρμόζων εἰς τὴν γενεάν τινος ἤ καταγωγὴν (τὸ γενναῖόν ἐστι τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὐτοῦ φύσεως Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32)· οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Ἰλ. Ε. 253 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμήρ.)· ἐντεῦθεν, Ι. ἐπὶ προσώπων, ὑψηλῆς καταγωγῆς, εὐγενής, Λατ. generosus, Πίνδ. II. 8. 65, Ἡρόδ. 1. 173, καὶ συχν. παρὰ Τραγ., ὦ γονῇ γενναῖε Σοφ. Ο. Τ. 1469· ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 794· γενναῖός τις ἑπτὰ πάππους ἔχων Πλάτ. Θεαιτ. 174Ε· οἱ γενναῖοι, ἀντίθ. τῷ οἱ ἀγεννεῖς, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 12, 2·― οὕτως ἐπὶ ζῴων, «καλῆς ῥάτσας», σκύλαξ, κτλ., Πλάτ. Πολ. 375Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· ζῴα γ., ἀντίθ. τῷ ἀγεννῆ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32. 2) εὐγενὴς τὸ ἦθος, μεγαλόφρων, ὑψηλόφρων, Ἀρχίλ. 96, Ἡρόδ. 3. 146, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.·― μάλιστα αἱ δύο ἔννοιαι συχνάκις συγχωνεύονται, ὡς παρὰ Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ παρὰ Τραγ.· καὶ ὁ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητορ. 2. 15, 3 διακρίνει τὸ γενναῖος ἀπὸ τοῦ εὐγενής, ὡς κατ’ ἀνάγκην περιέχον καὶ τὰς δύο ἐννοίας, πρβλ. Ἱστ. Ζ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― τὸ γ. = γενναιότης, Σοφ. Ο. Κ. 569·― οὕτως ἐπὶ πράξεων, εὐγενής, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Κ. 1640, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 624· ― ὡσαύτως, γενν. ἔπος, λόγος, πόνοι Σοφ. Φ. 1402, Εὐρ. Ἡρακλ. 538, Ἡρ. Μαιν. 357. 3) ἐν χρήσει ὡς τύπος εὐγενοῦς ἀποποιήσεως ἢ ἀποκρούσεως, γενναῖος εἶ, εἶσαι πολὺ εὐγενής, Ἀριστοφ. Θεσμ. 220·― ὡσαύτως εἰρωνικῶς, Wytt. Ep. Cr. σ. 233. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἔξοχος, σῦκα Πλάτ. Νόμ. 844Ε· σημειώσεως ἄξιος, πολλά… γενναῖα ἐποίησεν ὁ ἄνεμος Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 17· γένει γ. σοφιστικὴ Πλάτ. Σοφ. 231Β· γνήσιος, «σωστός», δυνατός, δύη Σοφ. Αἴ. 938, κτλ. ΙΙΙ. ἐπίρρ.–ως, εὐγενῶς, Ἡρόδ. 7. 139, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1198, Θουκ. 2. 41· συγκρ.–οτέρως Πλάτ. Θεαιτ. 166C· ὑπερθ.–ότατα Εὐρ. Κύκλ. 657.

French (Bailly abrégé)

α, poét. ος, ον :
I. qui appartient en propre ou qui convient à une race : οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι IL ce n’est pas l’habitude de ma race de combattre en reculant;
II. qui appartient à une bonne famille :
1 de naissance libre (lat. ingenuus);
2 de noble race : γενναῖος γονῇ SOPH noble par la naissance ; de même en parl. d’animaux, de fruits, du sol, et, p. ext. de toute chose de bonne qualité ; p. ext. en mauv. part violent : δύη γενναία SOPH douleur violente ; πολλὰ γενναῖα ἐποίησεν ὁ ἄνεμος XÉN le vent causa beaucoup de ravages;
3 au moral noble, généreux ; τὸ γενναῖον SOPH noblesse d’âme ; dans le dial. ὦ γενναῖε, mon brave ! mon bon !;
Cp. γενναιότερος, Sp. γενναιότατος.
Étymologie: γέννα.

English (Autenrieth)

(γέννα): according to one's birth, native to one; οὐ γάρ μοι γενναῖον, ‘not my way,’ Il. 5.253†.

English (Slater)

γενναῑος
   1 genuine (cf. Fraenkel on Agam. 1198) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.44) ]γενναίων ἄωτος fr. 6b. f.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γενναῑος, -α, -ον, Α και -ος, -ον)
μεγαλόψυχος, ανδρείος
νεοελλ.
γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή»)
μσν.
(για βάδισμα) γρήγορος
αρχ.
1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα της γενιάς του, της καταγωγής του
2. ο υψηλής καταγωγής, ο ευγενής
3. αυτός που έχει ευγενικό ήθος
4. ο καλός στο είδος του, ο εξαιρετικός
5. έντονος, σφοδρός
6. (για ζώα) ο καλής ράτσας
7. το ουδ. ως ουσ. το γενναίον
η γενναιότητα, η ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. γενναίος < γενεαίος < γενεά. Το διπλό σύμφωνο (νν) προήλθε είτε από συμφωνική προφορά του -ε- είτε από εκφραστικό διπλασιασμό (βλ. και λ. γεννώ). Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική, με αρχική σημασία «αυτός που έχει τα γνωρίσματα της γενιάς του, της καταγωγής του» (πρβλ. τον ορισμό του Αριστοτέλους «εὐγενὲς μὲν ἐστὶ τὸ ἐξ ἀγαθοῡ γένους, γενναῑον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὐτοῦ φύσεως»). Με αφετηρία τη σημασία αυτή, η λ. γενναίος χρησιμοποιήθηκε επίσης για τον χαρακτηρισμό προσώπων, πράξεων ή συμπεριφοράς, προσλαμβάνοντας μερικές φορές και τη σημασιολογική απόχρωση του δυνατού, του βίαιου. Το γενναίος συνδέεται σημασιολογικά με τα αγαθός «ευγενής στην καταγωγή, γενναίος, ανδρείος» Όμ., αρχ. θρασύς «τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος», τολμηρός και ανδρείος.
ΠΑΡ. γενναιότητα
μσν.
γενναιάζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. γενναιοπρεπής, φιλογενναίος
μσν.
γενναιόθυμος, γενναιοκάρδιος
μσν.- νεοελλ.
γενναιόφρων, γενναιόψυχος
νεοελλ.
γενναιόδωρος, γενναιόκαρδος].