γίγγρος
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. γίγγρον Hsch.s.u. γίγγρος
mús.
1 flauta fenicia Antiph.107, Men.Fr.225, Ath.174f, Hsch.
2 música para flauta fenicia Hsch.
• Etimología: Quizá forma expresiva c. red. de *γιρ-γρο- c. disim., de la misma r. que γέρανος q.u.
Greek Monolingual
γίγγρος, ο (Α)
φρ. «γίγγρος αὐλός» — ο γίγγρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς πρόκειται για εκφραστικό αναδιπλασιασμένο σχηματισμό γιρ -γρ -ο- με ανομοίωση (πρβλ. γήρυς, γερανός, λατ. gingriō)].