γήποτος

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ον,

   A v. γάποτος.

German (Pape)

[Seite 489] von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.

Greek (Liddell-Scott)

γήποτος: -ον, ἴδε ἐν λ. γάποτος.

Greek Monolingual

γήποτος και γάποτος, -ον (Α)
αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ποτος < ποτός < πίνω.