ες,
A = γλαμυρός, EM232.44.
γλαμώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Ε. Μ. 232. 42.
-ες legañosoglos. a γλαμυρός Hsch., cf. EM 232.44G.
γλαμώδης, -ες (Α)ο γλαμυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός, γλάμων σε -ώδης].