δαφνοστεφανώνω
Greek Monolingual
1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, -η, -ο
α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι
β) ένδοξος, βραβευμένος.
1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, -η, -ο
α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι
β) ένδοξος, βραβευμένος.