η1. πανουργία2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος.