δρομοκήρυξ
German (Pape)
[Seite 668] υκος, ὁ, der laufende Herold, Eilbote; Aesch. 2, 130; vgl. B. A. p. 239; Sp., wie D. Cass. 78, 35.
Greek (Liddell-Scott)
δρομοκήρυξ: -ῡκος, ὁ, ὁ τρέχων κήρυξ, ταχυδρόμος, ἀγγελιαφόρος, Αἰσχίν. 45. 20.
Greek Monolingual
δρομοκήρυξ, ο (Α)
ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος.