[Seite 679] = δυσεμής, Sp.
δυσέμετος: -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.
-ονque vomita con dificultad Synes.Ep.120, cf. δυσήμετος.
δυσέμετος, -ον (Α)ο δυσεμής.