δυσπόνητος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A bringing toil and trouble, δαίμων A.Pers.515; δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν laborious, S.OC1614.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu erarbeiten, zu erwerben, τροφή Soph. O. C. 610. – Aber δαίμων, ein Mühsal dringender, Aesch. Pers. 507.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόνητος: -ον, ἐπιφέρων κόπον, δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 515· δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοί τροφήν, μετὰ πόνου ποριζομένην, Σοφ. Ο. Κ. 1614.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coûte de la peine, laborieux;
2 qui cause du mal, funeste.
Étymologie: δυσ-, πονέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 funesto, portador de desgracias, que acarrea sufrimientos dolorosos, δαίμων A.Pers.515.
2 que causa tristeza y esfuerzo, penoso κοὐκέτι τὴν δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν y ya no tendréis la penosa tarea de alimentarme S.OC 1614.

Greek Monolingual

δυσπόνητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο
2. αυτός που αποκτάται με κόπο.