ἐγκαθαρμόζω

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   A fit in, Ar.Lys.682.

German (Pape)

[Seite 703] einfügen, Ar. Lys. 684.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθαρμόζω: μέλλ. -όσω, καθαρμόζω τι ἐντὸς ἄλλου πράγματος, Ἀριστοφ. Λυσ. 682.

Spanish (DGE)

ajustar bien dentroεἰς τετρημένον ξύλον ... τὸν αὐχένα de un cepo, Ar.Lys.681.

Greek Monolingual

ἐγκαθαρμόζω (Α)
συναρμόζω μέσα σε κάτι άλλο.