δωσιδικία

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ἡ,

   A administration of justice, IGRom.3.563 (Tlos).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
administración de justicia προστάντα τῆς δωσιδικίας ἴσως καὶ δικαίως TAM 2.583.15 (Tlos I a.C.), cf. OGI 335.83 (Pérgamo II a.C.).

Greek Monolingual

και δοσιδικία, η (Α δωσιδικία)
νεοελλ.
η αρμοδιότητα δικαστηρίου σχετικά με τους διαδίκους και τις δικαστικές υποθέσεις
αρχ.
το να παραδίδεται κανείς στη δικαιοσύνη, να παρουσιάζεται για να δικαστεί.