εισοδιάζω

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σοδιάζω
1. αποθηκεύω, αποταμιεύω καρπούς και άλλα προϊόντα
2. εισπράττω
αρχ.-μσν.
παθ. (για χρήματα) συνάγομαι συγκεντρώνομαι (στο ταμείο)
μσν.
κάνω προμήθειες.