ἐλαιοχύτης

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

[ῠ], ου, Dor. -τας, ὁ,= φαρμακεύς (Rhod.), Hsch.    II attendant who served out oil in the gymnasium, CPHerm.57.9, 59.7.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): dór. -τας Hsch.
1 que vierte aceite, aceiteraglos. a ἐπαρυστρίδες Hsch.
2 empleado que proporcionaba el aceite para fricciones en el gimnasio CPHerm.57.9, 59.7 (ambos III d.C.).
3 como adj. ungido con aceite ἐλαιοχύτας· περιραινόμενος Hsch.

Greek Monolingual

ἐλαιοχύτης, ο δωρ. τ. ἐλαιοχύτας
(Α)
1. υπηρέτης που χορηγούσε το λάδι στα γυμνάσια (γυμναστήρια)
2. (κατά τον Ησύχιο) «φαρμακεὺς παρὰ Ῥοδίοις».