ἐλλοχῶ (-άω) (AM)ενεδρεύω, παραμονεύωαρχ.είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾱσθαι κακοῑς» — γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν).