εμπρόσθιος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐμπρόσθιος, -ον)
αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός
αρχ.
αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση του ουρανού.
επίρρ...
εμπροσθίως
κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός.