εμπρόσθιος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐμπρόσθιος, -ον)
αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός
αρχ.
αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση του ουρανού.
επίρρ...
εμπροσθίως
κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός.
-α, -ο (AM ἐμπρόσθιος, -ον)
αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός
αρχ.
αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση του ουρανού.
επίρρ...
εμπροσθίως
κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός.