ἐνάγιος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

α, ον,

   A under a curse, Χρόνοι PMag.Par.1.844.

Greek Monolingual

ἐνάγιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από κατάρα, καταραμένος, αφορισμένος («ἐνάγιοι χρόνοι»).