ἐνθρυμματίς

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sop, Anaxandr.41.42 (anap.).

German (Pape)

[Seite 843] ίδος, ἡ, = simpler, Anaxandr. Ath. IV, 131 d; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρυμματίς: -ίδος, = θρυμματίς, εἶδος πλακοῦντος, Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.

Spanish (DGE)

(ἐνθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ

• Alolema(s): ἐνθριμμ- Hsch.
gastron., quizá plato a base de picadillo o migas en plu., Anaxandr.42.42, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) θρυμματίς
είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον.