ἐνλαξεύω
English (LSJ)
A carve in or on, pf. Pass. ἐνλελάξευνται AP3.9Arg.
German (Pape)
[Seite 846] in Stein aushauen, ἐνλελάξευνται, im Titel des Epigr. Anth. III, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνλαξεύω: λαξεύω ἔν τινι, ἐγγλύφω, Πελίας καὶ Νηλεὺς ἐνλελάξευνται Ἀνθ. Παλατ. 3-9 ἐν τῇ ὑποθέσει τοῦ ἐπιγράμματος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo perf. pas. ἐλλελάξευνται AP 3.9 tít.]
cincelar, representar en relieve en v. pas. Πελίας καὶ Νελεύς AP l.c.
Greek Monolingual
(Α ἐνλαξεύω)
λαξεύω, εγγλύφω κάπου ή μέσα σε κάτι, χαράσσω μέσα ή πάνω σε κάτι.