-η, -ο (AM ἔνυγρος, -ον)1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασίααρχ.1. ο γεμάτος νερό, νερουλός2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα.