η (AM ἐξόρυξις) εξορύσσω1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωσηνεοελλ.η χειρουργική αφαίρεση του οφθαλμικού βολβού.