επαρχιακός

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐπαρχιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία («επαρχιακές σύνοδοι», «επαρχιακά συμβούλια»)
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στις επαρχίες, ο επαρχιώτικος («επαρχιακά ήθη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].