ἐπαρήγω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A come to aid, help, τινί Il.23.783, Od.13.391, E.El.1350 (anap.), Ar.V.402: abs., νῦν ἐπάρηξον A.Ch.725 (anap.); οὑπαρήξων S.El.1197; also in Prose, X.Cyr.6.4.18, LXX 2 Ma.13.17.

German (Pape)

[Seite 904] zu Hülfe kommen, beistehen, Il. 23, 783 Od. 13, 391; in tmesi, Il. 1, 408; Aesch. Ch. 714; Soph. u. A.; Xen. Cyr. 6, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρήγω: μέλλ. -ξω, ἐπιβοηθῶ, Ὀδυσῆϊ παρίσταται, ἠδ’ ἐπαρήγει Ἰλ. Ψ. 783· ὅτε μοι πρόφρασσ’ ἐπαρήγοις Ὀδ. Ν. 391, Εὐρ. Ἠλ. 1350, Ἀριστοφ. Σφ. 402· ἀπόλ., νῦν ἐπάκουσον, νῦν ἐπάρηξον Αἰσχύλ. Χο. 725· οὑπαρήξων, ὁ ἐπαρήξων, ὁ ἐπιβοηθήσων, Σοφ. Ἠλ. 1197· ὡσαύτως παρὰ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαρήξω, ao. impér. ἐπάρηξον;
porter secours.
Étymologie: ἐπί, ἀρήγω.

English (Autenrieth)

bring help to, succor.

Greek Monolingual

(Α)
έρχομαι να βοηθήσω, επικουρώ, βοηθώ, συντρέχω («τοῑς μὲν μυσαροῑς οὐκ ἐπαρήγομεν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρήγω «βοηθώ»].