ῆρος, ὁ, = sq.;
A v. ἐπαμβατήρ.
ἐπεμβᾰτήρ: ὁ, = ἐπεμβάτης· ἴδε ἐπαμβατήρ.
ἐπεμβατήρ, ο (Α)βλ. επεμβάτης.