ἐπικαθέζομαι

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A sit down upon, ἐπί τινι Ar.Pl.185; [ἐλέφαντι] Gal. UP17.1: aor. 1 part. ἐπικαθεσθείς Artem.2.20.    II. to be supported, rest on, ἐπιζυγίδα -ομένην τῷ διαπήγματι Hero Bel.83.11, cf. J.AJ8.3.5.

German (Pape)

[Seite 944] (s. ἕζομαι), sich niedersetzen, ἐφ' οἷς ἂν ἐπικαθέζηται Ar. Plut. 185; Sp., die auch den aor. pass. ἐπικαθεσθείς haben, Artemid. 2, 20.

French (Bailly abrégé)

s’asseoir ou être assis sur, se laisser tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καθέζομαι.

Greek Monolingual

ἐπικαθέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. στηρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-έζομαι «καθίζω»].