επίτοκος

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτοκος, -ον)
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. γόνιμος, καρποφόρος
2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)].