ὑψίλοφος
English (LSJ)
ον,
A high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v. l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).
ον,
A high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v. l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).