ἐρίβομβος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A loud-buzzing, μέλισσαι Orph.Fr.154,189.

German (Pape)

[Seite 1027] sehr summend, die Biene, Orph. frg. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίβομβος: -ον, μεγάλως, ἰσχυρῶς βομβῶν, μέλισσα Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.

Greek Monolingual

ἐρίβομβος, -ον (Α)
αυτός που βουίζει δυνατά («ἐρίβομβοι μέλισσαι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βόμβος.