εχθροπάθεια

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
εχθρικό πάθος, εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου, ισχυρή ή έμμονη έχθρα, μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -παθεια (< -παθής < αόρ. έ-παθ-ον του πάσχω). Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].