ἡδυλάλος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,=

   A ἡδυλόγος, φθόγγοι IG12(7).95.4 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλάλος: -ον, = ἡδυλόγος, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).

Greek Monolingual

ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.