ήπατος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἥπατος, ό (Α)
ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το ήπαρ
έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. είναι αιγυπτιακής προέλευσης].