θοινατήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who gives a feast, χαλεπὸς θ. lord of a horrid feast, A.Ag. 1502 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1213] ῆρος, ὁ, der einen Schmaus giebt, Gastgeber, Aesch. Ag. 1483.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων συμπόσιον, χαλεπὸς Θ., κύριος φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui donne un festin.
Étymologie: θοίνη.
Greek Monolingual
θοινατήρ, -ῆρος, ὁ (Α) θοινώ
αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» — κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.).