θρονιάζω

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

θρονιάζω) θρόνος
(για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω
νεοελλ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου
2. μέσ. θρονιάζομαι
α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι
β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα
μσν.
καθαγιάζω, εγκαινιάζω.