(Μ θρονιάζω) θρόνος(για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζωνεοελλ.1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου2. μέσ. θρονιάζομαια) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαιβ) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματαμσν.καθαγιάζω, εγκαινιάζω.