θυροποιός
English (LSJ)
ὁ,
A door-maker, Poll.7.111; nickname of the Comic poet Aristomenes, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1227] Thüren verfertigend, Poll. 7, 111; vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θῠροποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων θύρας, Πολυδ. Ζ΄, 111, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
θυροποιός, ὁ (Α)
(ως παρωνύμιο του κωμικού ποιητή Αριστομένη) ο κατασκευαστής θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ποιός (< ποιώ)].