ἰαμβύλος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῐ, ῠ], ὁ,

   A libeller, Hdn.Gr.1.164, Hsch. (-βηλος cod.).

German (Pape)

[Seite 1233] ὁ, s. ἰάμβηλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβύλος: ὁ, λοιδορητικός, Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α)
λοιδορητικός, σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. -υλος (πρβλ. στρογγ-ύλος, στωμ-ύλος)].