ἰθύτομος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

German (Pape)

[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.

Greek Monolingual

ἰθύτομος, -ον (Α)
αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύςἰθύτομος οἶμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί-τομος, υλό-τομος].