ιππαγωγός

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ ἱππαγωγός, -όν)
αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ἱππαγωγός
αυτός που φρόντιζε τους ίππους
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸς
ονομασία πλοίου
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῡς ή τριήρης)
το μεταγωγικό πλοίο που μετέφερε ιππικό («εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω)].