ἰσχνοσκελής

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ές,

   A lean-shanked, D.L.5.1, Gal.6.322.

German (Pape)

[Seite 1272] ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοσκελής: -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.

Greek Monolingual

ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής, μακρο-σκελής].