Ιταλίδα

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ Ἰταλίς) Ιταλός
θηλ. του Ιταλός
αρχ.
1. η Ιταλία
2. η περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι αγώνες που ονομάζονταν «Ιταλικά».