καθαγίαση

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαγιάζω, αγίασμα, εξαγνισμός, εξαγίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. στον λόγιο τ. καθαγίασις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].