καρλίνο

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα του βασιλείου της ιταλ. Νεάπολης
2. ναυτ. χονδρό σχοινί ή δίπλοκο, πάχους 10-20 εκατοστομέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carlino].