κατανόηση

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM κατανόησις κατανοώ
το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῡ κατανόησις» — η ενόραση, Πλωτίν.)
νεοελλ.
1. η σωστή αντίληψη
2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» — καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα και τη θέση του άλλου, είμαι επιεικής, είμαι ελαστικός
μσν.-αρχ.
ενατένιση
αρχ.
τα μέσα για αντίληψη («πολλὴν ἑαυτοῡ παρέχων κατανόησιν», Πλούτ.).