Ep. for sq.:—Med.,
A τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν Hes.Op. 583.
καταχεύω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., τέττιξ καταχεύετ’ ἀοιδὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581.
καταχεύω (Α)καταχέω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χεύω (επιτ. τ. του χέω)].